εξεκκλησιαζω

εξεκκλησιαζω
    ἐξεκκλησιάζω
    ἐξ-εκκλησιάζω
    созывать народное собрание Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξεκκλησιαζω" в других словарях:

  • εξεκκλησιάζω — ἐξεκκλησιάζω (Α) [εκκλησιάζω] συγκαλώ την εκκλησία τού δήμου, καλώ σε συγκέντρωση …   Dictionary of Greek

  • ἐξεκκλησιάζων — ἐξεκκλησιάζω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεκκλησιάσατο — ἐξεκκλησιάζω aor ind mid 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεκκλησιάσθη — ἐξεκκλησιάζω aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεκκλησιάσθησαν — ἐξεκκλησιάζω aor ind pass 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεκκλησίασαν — ἐξεκκλησιάζω aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεκκλησίασας — ἐξεκκλησιάζω aor ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεκκλησίασε — ἐξεκκλησιάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεκκλησίασεν — ἐξεκκλησιάζω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεκκλησιάσαι — ἐξεκκλησιά̱σᾱͅ , ἐξεκκλησιάζω fut part act fem dat sg (doric) ἐξεκκλησιάζω aor inf act ἐξεκκλησιάσαῑ , ἐξεκκλησιάζω aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεκκλησιάσας — ἐξεκκλησιά̱σᾱς , ἐξεκκλησιάζω fut part act fem acc pl (doric) ἐξεκκλησιά̱σᾱς , ἐξεκκλησιάζω fut part act fem gen sg (doric) ἐξεκκλησιάσᾱς , ἐξεκκλησιάζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»